- σχίσῃ
- σχίσηι , σχίσιςcleavagefem dat sg (epic)σχίζωsplitaor subj mid 2nd sgσχίζωsplitaor subj act 3rd sgσχίζωsplitfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχίσηι — σχίσις cleavage fem dat sg (epic) σχίσῃ , σχίζω split aor subj mid 2nd sg σχίσῃ , σχίζω split aor subj act 3rd sg σχίσῃ , σχίζω split fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονυχόσχιση — η ιατρ. η απόσπαση τού νυχιού από την κοίτη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onychoschizia (< όνυχας [Ι] + σχισία < σχίση), κατά λέξιν «ονυχοσχισία»] … Dictionary of Greek
σπονδυλόσχιση — η, Ν ιατρ. η σπονδυλόλυση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spondyloschisis (< σπόνδυλος + σχίση)] … Dictionary of Greek
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek
ανδρόσακες — (androsaces). Επιστημονική ονομασία γένους δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών, με περίπου 90 είδη, που φυτρώνουν στις εύκρατες και ψυχρές χώρες. Είναι φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, με φύλλα σε παράρριζο ρόδακα ή στήλη, ακέραια ή … Dictionary of Greek